- υπερεκκρίνω
- Νεκκρίνω υπερβολικά, παρουσιάζω υπερέκκριση.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + εκκρίνω «ξεχωρίζω, παράγω υγρό το οποίο αποβάλλεται»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
υπερέκκριση — η / ὑπερέκκρισις, ίσεως, ΝΜΑ [ὑπερεκκρίνω] υπέρμετρη έκκριση αδένα … Dictionary of Greek